Ο προδιαβήτης είναι μια μεταβολική διαταραχή πριν από την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη. Τα επίπεδα της γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα είναι ελεφρώς αυξημένα, οριακά φθάνουν ή ξεπερνούν τα ανώτερα των φυσιολογικών τιμών που είναι έως 110 mg/dl.
Αν είμαστε στο στάδιο του προδιαβήτη έχουμε πιθανότητες να εκδηλώσουμε διαβήτη τύπου 2 τα προσεχή χρόνια (3-15). Εκτιμάται ότι πάνω από 70% των ασθενών με προδιαβήτη θα αναπτύξουν διαβήτη κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Στα άτομα με προδιαβήτη, η ήπια αύξηση της γλυκόζης οφείλεται στο ότι η ινσουλίνη δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Δεν μπορεί να μετακινήσει τη γλυκόζη στα κύτταρα αποτελεσματικά, οπότε αυτή συσσωρεύεται στο αίμα.
Πώς γίνεται η διάγνωση του προδιαβήτη;
Επειδή από πλευράς συμπτωμάτων δεν έχουμε συνήθως ενοχλήσεις ο πλέον αξιόπιστος τρόπος να μάθουμε αν είμαστε στο στάδιο του προδιαβήτη είναι ο προληπτικός αιματολογικός έλεγχος.
Ελέγχουμε τα επίπεδα πρωινής γλυκόζης νηστείας και την Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη(HbA1c). Οι φυσιολογικές τιμές του σακχάρου νηστείας στο αίμα είναι 80-100 mg/dl. Οι φυσιολογικές τιμές της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c είναι έως 6% . Αν το πρωινό σάκχαρο νηστείας σε εξέταση αίματος στο εργαστήριο είναι πάνω από 100 mg, στα 100-125 mg/dl, τότε μιλάμε για προδιαβήτη. Το ίδιο και αν η Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη βρεθεί από 6-6,4% . Αν ευρεθεί τιμή σακχάρου μεγαλύτερη των 126 mg/dl σημαίνει ότι πιθανόν υπάρχει ήδη σακχαρώδης διαβήτης. Το ίδιο αν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη βρεθεί μεγαλύτερη του 6,5% (προυπόθεση η εξέταση να γίνει με μέθοδο HPLC και όχι βιοχημικά)
Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα είναι οριακά και υπάρχουν αμφιβολίες για την διάγνωση μια πιο εξειδικευμένη εξέταση είναι η κοινώς λεγόμενη καμπύλη σακχάρου (δοκιμασία ανοχής γλυκόζης). Σε αυτή την εξέταση μετράμε το πρωινό σάκχαρο νηστείας χορηγούμε 75-100 gr γλυκόζης και ξαναμετράμε σε 2 ώρες. Αν στις 2 ώρες έχουμε τιμές σακχάρου 140-190 τότε μιλάμε για προδιαβήτη.
Ποιοι κινδυνεύουν να εμφανίσουν προδιαβήτη
Σημαντικοί παράγοντες επικινδυνότητας είναι:
- Η παχυσαρκία. Μάλιστα, όσο περισσότερο λίπος είναι αποθηκευμένο γύρω από την κοιλιά, τόσο περισσότερο αυξάνεται η αντίσταση στην ινσουλίνη.
- Η καθιστική ζωή και η έλλειψη άσκησης.
- Η υπερβολική κατανάλωση υδατανθράκων.
- Η κληρονομικότητα. Η συγγένεια πρώτου βαθμού με διαβητικό αυξάνει τις πιθανότητες.
- Η υπέρταση.
- Ο διαβήτης κύησης για τις γυναίκες, όπως και η γέννηση ενός μωρού με βάρος πάνω από 4 κιλά.
- Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών φαίνεται ότι σχετίζεται με διπλάσιες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη.
- Το λιπώδες ήπαρ (η συσσώρευση υπερβολικού λίπους στα ηπατικά κύτταρα).
Στατιστικά μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου διατρέχουν οι άνω των 45 ετών και οι γυναίκες (σε διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τους άντρες). Αυξημένο κίνδυνο αντίστασης στην ινσουλίνη έχουν επίσης άτομα που εργάζονται τη νύχτα, ή δεν έχουν σταθερό πρόγραμμα ύπνου, ή παρουσιάζουν διαταραχές όπως η υπνική άπνοια.
Εχει σημασία η διάγνωση του προδιαβήτη;
Αν διαγνωστούμε στο στάδιο του προδιαβήτη μπορούμε να λάβουμε μέτρα, ώστε να αποτρέψουμε ή να καθυστερήσουμε την εμφάνιση του διαβήτη. Μια ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο ζωής, που θα περιλαμβάνει σωματική άσκηση, προσεγμένη διατροφή, απώλεια βάρους, τακτικό έλεγχο, διαχείριση του στρες και καλή ξεκούραση, μπορεί να κάνει τη διαφορά και να ανατρέψει την κατάσταση.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA), οι άνθρωποι με προδιαβήτη που χάνουν το 5-7% του σωματικού βάρους τους, μπορούν να μειώσουν τις πιθανότητες να διαγνωστούν με διαβήτη τύπου 2 έως και κατά 58%. Η απώλεια βάρους, για τα υπέρβαρα άτομα, είναι αρκετές φορές ικανή από μόνη της να αποτρέψει την εξέλιξη του προδιαβήτη σε σακχαρώδη διαβήτη τύπoυ 2